- φουζαρίωση
- το, Ν(φυτοπαθ.) φυτονόσος που προκαλείται από τα διάφορα είδη φουζαρίου, προσβάλλει την πατάτα, την ντομάτα κ.ά. φυτά και έχει ως αποτέλεσμα τη σήψη τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φουζάριο + κατάλ. -ίωση (< ρ. σε -ιώ / -ιώνω), πρβλ. σκολ-ίωση].
Dictionary of Greek. 2013.